εμορφιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εμορφιά | οι | εμορφιές |
γενική | της | εμορφιάς | των | εμορφιών |
αιτιατική | την | εμορφιά | τις | εμορφιές |
κλητική | εμορφιά | εμορφιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- εμορφιά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἐμορφιά < ἐμορφία < αρχαία ελληνική εὐμορφία [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.moɾˈfça/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐μορ‐φιά
Ουσιαστικό επεξεργασία
εμορφιά θηλυκό
- (λαϊκότροπο, λογοτεχνικό) άλλη μορφή του ομορφιά
- ※ Διονύσιος Ρώμας, 1906-1961. «Το ρεμπελιό των ποπολάρων» στις τριλογίες Περίπλους απόσπασμα@books.google
Μεταφράσεις επεξεργασία
εμορφιά
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ εμορφιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας