κρυφτό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κρυφτό ουδέτερο
- παιδικό παιχνίδι κατά το οποίο κάποιος τα φυλάει και οι υπόλοιποι συμμετέχοντες κρύβονται όσο εκείνος μετράει, π.χ. μέχρι το 50. Μετά αρχίζει να τους ψάχνει.
Δείτε επίσης
επεξεργασία-
κρυφτό στη Βικιπαίδεια
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κρυφτό