γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική κρύφιος κρυφί
& κρύφιος
τὸ κρύφιον
      γενική τοῦ κρυφίου τῆς κρυφίᾱς
& κρυφίου
τοῦ κρυφίου
      δοτική τῷ κρυφί τῇ κρυφί
& κρυφί
τῷ κρυφί
    αιτιατική τὸν κρύφιον τὴν κρυφίᾱν
& κρύφιον
τὸ κρύφιον
     κλητική ! κρύφιε κρυφί
& κρύφιε
κρύφιον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ κρύφιοι αἱ κρύφιαι
& κρύφιοι
τὰ κρύφι
      γενική τῶν κρυφίων τῶν κρυφίων
& κρυφίων
τῶν κρυφίων
      δοτική τοῖς κρυφίοις ταῖς κρυφίαις
& κρυφίοις
τοῖς κρυφίοις
    αιτιατική τοὺς κρυφίους τὰς κρυφίᾱς
& κρυφίους
τὰ κρύφι
     κλητική ! κρύφιοι κρύφιαι
& κρύφιοι
κρύφι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ κρυφίω τὼ κρυφί
& κρυφίω
τὼ κρυφίω
      γεν-δοτ τοῖν κρυφίοιν τοῖν κρυφίαιν
& κρυφίοιν
τοῖν κρυφίοιν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'δίκαιος' όπως «δίκαιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ζητούμενο λήμμα

Παράγωγα

επεξεργασία