Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κρυψορχία οι κρυψορχίες
      γενική της κρυψορχίας των κρυψορχιών
    αιτιατική την κρυψορχία τις κρυψορχίες
     κλητική κρυψορχία κρυψορχίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κρυψορχία < ελληνιστική κοινή κρύψορχις + -ία [1] (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική cryptorchidie)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kɾi.psoɾˈçi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρυ‐ψορ‐χί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κρυψορχία θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία