κρύψορχις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κρύψορχις < ελληνιστική κοινή κρύψορχις (θηλυκό)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κρύψορχις αρσενικό
- άλλη μορφή του κρυψόρχης
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κρύψορχις
|