κρυπτορχιδία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κρυπτορχιδία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική cryptorchidie < αρχαία ελληνική κρύπτω + ὄρχις
Ουσιαστικό
επεξεργασίακρυπτορχιδία θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία κρυπτορχιδία
|
κρυπτορχιδία θηλυκό
|