ὄρχις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ὄρχις < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₃erǵʰi-
Ουσιαστικό
επεξεργασίαὄρχις αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ὄρχῐς | οἱ | ὄρχεις & ὄρχιες (ιωνικός) |
γενική | τοῦ | ὄρχεως & ὄρχιος |
τῶν | ὄρχεων |
δοτική | τῷ | ὄρχει | τοῖς | ὄρχεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | ὄρχῐν | τοὺς | ὄρχεις |
κλητική ὦ! | ὄρχῐ | ὄρχεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὄρχει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὀρχέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ὄρχῐς | αἱ | ὄρχεις |
γενική | τῆς | ὄρχεως | τῶν | ὄρχεων |
δοτική | τῇ | ὄρχει | ταῖς | ὄρχεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | ὄρχῐν | τὰς | ὄρχεις |
κλητική ὦ! | ὄρχῐ | ὄρχεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὄρχει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὀρχέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
ὄρχις θηλυκό
- (φυτό) το φυτό σαλέπι, που οι ρίζες του έχουν παρόμοιο σχήμα (Orchis papilionacea, Orchis longicruris)
- (φυτό) είδος ελιάς
Πηγές
επεξεργασία- ὄρχις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὄρχις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.