Δείτε επίσης: φιλάω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φυλάω < φυλάγω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φυλάγω με αποβολή του [ɣ] < αρχαία ελληνική φυλάσσω [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fiˈla.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φυ‐λά‐ω
ομόηχο: φιλάω

φυλάω/φυλώ, αόρ.: φύλαξα, παθ.φωνή: φυλάγομαι, π.αόρ.: φυλάχτηκα, μτχ.π.π.: φυλαγμένος

  1. φυλάσσω, φρουρώ, προστατεύω κάποιον ή κάτι από ενδεχόμενη επίθεση
  2. αναλαμβάνω να αποκρούσω ενδεχόμενη επίθεση κάποιου (και σε ομαδικά αθλήματα)
    Ο προπονητής έβαλε δύο παίκτες να φυλάνε τον επικίνδυνο επιθετικό του αντιπάλου.
  3. αποφεύγω απότομες κινήσεις, δεν κινώ ελεύθερα και φυσιολογικά ένα μέλος του σώματος, από φόβο λόγω πρόσφατου τραυματισμού
  4. στο κρυφτό (παιδικό παιχνίδι), κρατώ κλειστά τα μάτια μου μέχρι να μετρήσω έως ένα αριθμό και να προλάβουν να κρυφτούν οι συμπαίκτες μου
  5. κρύβω κάτι πολύτιμο (έστω για εμένα) για ώρα ανάγκης ή γενικότερα

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Παροιμίες

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

θέμα φυλαγ-

θέμα φυλακ-, φυλαχ- → δείτε τη λέξη φύλακας

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία