Ετυμολογία

επεξεργασία
servo < serv- + -o

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική servo servoj
αιτιατική servon servojn

servo (eo)

Δείτε επίσης

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
servo < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈser.woː/
 

servo (la) (servō1, servāvī, servātum, servāre)