militservo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | militservo | militservoj |
αιτιατική | militservon | militservojn |
militservo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | militservo | militservoj |
αιτιατική | militservon | militservojn |
militservo (eo)