↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το προφύλαγμα τα προφυλάγματα
      γενική του προφυλάγματος των προφυλαγμάτων
    αιτιατική το προφύλαγμα τα προφυλάγματα
     κλητική προφύλαγμα προφυλάγματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προφύλαγμα < προφυλάσσω + -μα[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

προφύλαγμα ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προφύλαγμα < αρχαία ελληνική προφυλάσσω + -μα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

προφύλαγμα ουδέτερο