προφυλακή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προφυλακή < αρχαία ελληνική προφυλακή < πρό + φυλακή
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροφυλακή θηλυκό
- (στρατιωτικός όρος) η εμπροσθοφυλακή
- (στρατιωτικός όρος) (συνήθως στον πληθυντικό: προφυλακές) τα μέτρα ασφάλειας που λαμβάνει κάποιο στράτευμα κατά τη στάθμευσή του
Μεταφράσεις
επεξεργασία προφυλακή
|