εμπροσθοφυλακή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- εμπροσθοφυλακή < έμπροσθεν + φυλακή (για να αποδοθεί ο αντίστοιχος γαλλικός όρος avant-garde) < οἱ ἔμπροσθεν (η εμπροσθοφυλακή στα αρχαία ελληνικά)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εμπροσθοφυλακή θηλυκό
- το προπορευόμενο τμήμα του στρατού, εκείνο που προηγείται διερευνητικά ή για άλλους σκοπούς, κυριολεκτικά στον πόλεμο ή σε παρεμφερείς συνθήκες πιθανής στρατιωτικής αναμέρησης ή και σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής
- Η εμπροσθοφυλακή αποκόπηκε και δυστυχώς χάθηκαν όλοι οι άνδρες
- Η εμπροσαθοφυλακή του ΝΑΤΟ στην Ανατολική Μεσόγειο υπήρξε η Τουρκία
- H Κύπρος διεκδικεί νέο ρόλο στην περιοχή ως προκεχωρημένη εμπροσθοφυλακή της Ε.E.
- (μεταφορικά) η πρωτοπορία σε αγωνιστικά και μαχητικά εγχειρήματα
- (μεταφορικά) οι οργανωμένες ομάδες που καλλιεργούν το έδαφος για να κερδίσουν έδαφος κάποιες άλλες
- Στην εμπροσθοφυλακή για να περάσουν νέα μέτρα υπέρ της κερδοφορίας των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων βρίσκεται η ηγεσία... (Ριζοσπάστης,4/6/2011)
Συνώνυμα
επεξεργασία- πρωτοπορία, μπροστάρης στους λαϊκούς αγώνες
- αβανγκάρντ στα πρωτοποριακά πολιτιστικά κινήματα