Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπροστάρης οι μπροστάρηδες
      γενική του μπροστάρη των μπροστάρηδων
    αιτιατική τον μπροστάρη τους μπροστάρηδες
     κλητική μπροστάρη μπροστάρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπροστάρης < μπροστ(ά) + -άρης

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /bɾoˈsta.ɾis/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπροστάρης αρσενικό (θηλυκό: μπροστάρισσα)

  1. αυτός που τραβάει μπροστά και οι άλλοι τον ακολουθούν, ο οδηγός
  2. (μεταφορικά) ο ηγέτης, ο πρωτοπόρος
  3. κριάρι ή τράγος που οδηγεί το κοπάδι προπορευόμενος[1]
     συνώνυμα: γκεσέμι, κεσέμι

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία