μπροστάρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /bɾoˈsta.ɾis/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπροστάρης αρσενικό (θηλυκό: μπροστάρισσα)
- αυτός που τραβάει μπροστά και οι άλλοι τον ακολουθούν, ο οδηγός
- (μεταφορικά) ο ηγέτης, ο πρωτοπόρος
- κριάρι ή τράγος που οδηγεί το κοπάδι προπορευόμενος[1]
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μπροστάρης
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ μπροστάρης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας