Ουσιαστικό

επεξεργασία

avant-garde (en)

  Ετυμολογία

επεξεργασία
avant-garde < avant, πριν, μπροστά + garde, φρουρά

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.vɑ̃.ɡaʁd/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
avant-garde avant-gardes

avant-garde (fr) θηλυκό

  1. η εμπροσθοφυλακή
     συνώνυμα: éclaireur
  2. το αβανγκάρντ, η πρωτοπορία
     συνώνυμα: annonciateur, avancé, avant-coureur, expérimental, précurseur

Συγγενικά

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία