expérimental
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | expérimental | expérimentaux |
θηλυκό | expérimentale | expérimentales |
Επίθετο επεξεργασία
expérimental (fr)
Δείτε επίσης : expérimental |
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | expérimental | expérimentaux |
θηλυκό | expérimentale | expérimentales |
expérimental (fr)