Δείτε επίσης: πρωτοπορεία

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πρωτοπορία οι πρωτοπορίες
      γενική της πρωτοπορίας των πρωτοποριών
    αιτιατική την πρωτοπορία τις πρωτοπορίες
     κλητική πρωτοπορία πρωτοπορίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρωτοπορία < πρωτοπόρος + -ία (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική avant-garde) (πβ. (ελληνιστική κοινήπρωτοπορεία)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πρωτοπορία θηλυκό

  1. προπόρευση, προβάδισμα
  2. εμπροσθοφυλακή
  3. το σύνολο αυτών που πηγαίνουν μπροστά, που οδηγούν τις εξελίξεις και ανοίγουν νέους δρόμους στην τέχνη, την επιστήμη κ.α.

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία