Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρεμφερής η παρεμφερής το παρεμφερές
      γενική του παρεμφερούς* της παρεμφερούς του παρεμφερούς
    αιτιατική τον παρεμφερή την παρεμφερή το παρεμφερές
     κλητική παρεμφερή(ς) παρεμφερής παρεμφερές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρεμφερείς οι παρεμφερείς τα παρεμφερή
      γενική των παρεμφερών των παρεμφερών των παρεμφερών
    αιτιατική τους παρεμφερείς τις παρεμφερείς τα παρεμφερή
     κλητική παρεμφερείς παρεμφερείς παρεμφερή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρεμφερής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παρεμφερής

  Επίθετο επεξεργασία

παρεμφερής, -ής, -ές

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία


Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / παρεμφερής τὸ παρεμφερές
      γενική τοῦ/τῆς παρεμφεροῦς τοῦ παρεμφεροῦς
      δοτική τῷ/τῇ παρεμφερεῖ τῷ παρεμφερεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν παρεμφερ τὸ παρεμφερές
     κλητική ! παρεμφερές παρεμφερές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ παρεμφερεῖς τὰ παρεμφερ
      γενική τῶν παρεμφερῶν τῶν παρεμφερῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς παρεμφερέσ(ν) τοῖς παρεμφερέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς παρεμφερεῖς τὰ παρεμφερ
     κλητική ! παρεμφερεῖς παρεμφερ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ παρεμφερεῖ τὼ παρεμφερεῖ
      γεν-δοτ τοῖν παρεμφεροῖν τοῖν παρεμφεροῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρεμφερής < παρεμφέρω. Μορφολογικά αναλύεται σε παρά + εμ- + -φερής

  Επίθετο επεξεργασία

παρεμφερής, -ής, -ές, υπερθετικός: παρεμφερέστατος

  • παραπλήσιος, παρόμοιος
    ※  1ος↑ αιώνας Διόδωρος Σικελιώτης, Βιβλιοθήκη Ἱστορική, 5, 41.5 @scaife.perseus
    ἡ δὲ φύσις ἐστὶ τοῦ λιβανωτοῦ καὶ ἡ κατασκευὴ τοιάδε· δένδρον ἐστὶ τῷ μὲν μεγέθει μικρόν, τῇ δὲ προσόψει τῇ ἀκάνθῃ τῇ Αἰγυπτίᾳ τῇ λευκῇ παρεμφερές, τὰ δὲ φύλλα τοῦ δένδρου ὅμοια τῇ ὀνομαζομένῃ ἰτέᾳ, καὶ τὸ ἄνθος ἐπʼ αὐτῷ φύεται χρυσοειδές, ὁ δὲ λιβανωτὸς γινόμενος ἐξ αὐτοῦ ὀπίζεται ὡς ἂν δάκρυον.
    ※  1ος↑ αιώνας Διόδωρος Σικελιώτης, Βιβλιοθήκη Ἱστορική, 1, 35.8 @scaife.perseus
    ὁ δὲ καλούμενος ἵππος τῷ μεγέθει μέν ἐστιν οὐκ ἐλάττων πηχῶν πέντε, τετράπους δʼ ὢν καὶ δίχηλος παραπλησίως τοῖς βουσὶ τοὺς χαυλιόδοντας ἔχει μείζους τῶν ἀγρίων ὑῶν, τρεῖς ἐξ ἀμφοτέρων τῶν μερῶν, ὦτα δὲ καὶ κέρκον καὶ φωνὴν ἵππῳ παρεμφερῆ, τὸ δʼ ὅλον κύτος τοῦ σώματος οὐκ ἀνόμοιον ἐλέφαντι, καὶ δέρμα πάντων σχεδὸν τῶν θηρίων ἰσχυρότατον.
    ※  2/3ος↓ αιώνας Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 14, 28 , 630e, @scaife.perseus, @el.wikisource
    ἡ δὲ γυμνοπαιδικὴ παρεμφερής ἐστι τῇ τραγικῇ ὀρχήσει ἥτις ἐμμέλεια καλεῖται·

Παράγωγα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία