Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εγχείρημα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
ἐγχείρημα
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.3
συγγενείς
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
εγχείρημα
τα
εγχειρήμα
τ
α
γενική
του
εγχειρήμα
τ
ος
των
εγχειρημά
τ
ων
αιτιατική
το
εγχείρημα
τα
εγχειρήμα
τ
α
κλητική
εγχείρημα
εγχειρήμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
εγχείρημα
<
αρχαία ελληνική
ἐγχείρημα
<
ἐγχειρέω
/
ἐγχειρῶ
<
ἐν
+
χείρ
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εγχείρημα
ουδέτερο
δύσκολη
ενέργεια
, ριψοκίνδυνη
προσπάθεια
,
επιχείρηση
,
τόλμημα
,
απόπειρα
※
Δεν ξέρω πώς πήρε την απόφαση να αναλάβει αυτό το
εγχείρημα
.
※
Το όλο
εγχείρημα
ξεπερνούσε τις δυνάμεις τους.
※
Το Βικιλεξικό αποτελεί
εγχείρημα
.
συγγενείς
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
εγχειρίζω
,
εν
και
χέρι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εγχείρημα
αγγλικά
:
endeavour
(en)
,
venture
(en)
γαλλικά
:
entreprise
(fr)