Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τόλμημα τα τολμήματα
      γενική του τολμήματος των τολμημάτων
    αιτιατική το τόλμημα τα τολμήματα
     κλητική τόλμημα τολμήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τόλμημα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τόλμημα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈtol.mi.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τόλ‐μη‐μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τόλμημα ουδέτερο

  1. τολμηρή πράξη
  2. ριψοκίνδυνη ενέργεια
     συνώνυμα: αποκοτιά

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη τόλμη

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ τόλμημᾰ τὰ τολμήμᾰτ
      γενική τοῦ τολμήμᾰτος τῶν τολμημᾰ́των
      δοτική τῷ τολμήμᾰτ τοῖς τολμήμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ τόλμημᾰ τὰ τολμήμᾰτ
     κλητική ! τόλμημᾰ τολμήμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τολμήμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  τολμημᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία