αποτόλμημα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποτόλμημα < αποτολμ(ώ) + -ημα
Ουσιαστικό επεξεργασία
αποτόλμημα ουδέτερο
- (σπάνιο) άλλη μορφή του αποτολμιά
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποτόλμημα
|
αποτόλμημα ουδέτερο
|