Αγγλικά (en)Επεξεργασία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

enterprise (en)

  1. τόλμημα
  2. επιχείρηση (εμπορική, στρατιωτική ή άλλου είδους)
  3. πρωτοβουλία και ενεργητικότητα
  4. (ως επίθετο) επιχειρησιακός