ενικός         πληθυντικός  
enterprise enterprises

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

enterprise (en)

  1. (μετρήσιμο) η επιχείρηση, η εταιρεία, ένας εμπορικός οργανισμός
    ⮡  municipal/state enterprises - δημοτικές/κρατικές επιχειρήσεις
    ⮡  a commercial/trading enterprise - εμπορική εταιρεία
     συνώνυμα:  business, company και firm
  2. (μη μετρήσιμο) η επιχείρηση, η ανάπτυξη των επιχειρήσεων από τους πολίτες μιας χώρας και όχι από την κυβέρνηση
    ⮡  private/free enterprise - ιδιωτική/ελεύθερη επιχείρηση
  3. το τόλμημα
  4. η πρωτοβουλία και η ενεργητικότητα
  5. (ως επίθετο) επιχειρησιακός