parent company
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
parent company | parent companies |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαparent company (en)
- (οικονομία) μητρική εταιρεία· εταιρεία που διαθέτει ικανή δύναμη σε ψήφους στη διοίκηση άλλης εταιρεία, που ονομάζεται θυγατρική εταιρεία, μέσω του ποσοστού των μετοχών της θυγατρικής που κατέχει, ώστε να ελέγχει τη διαχείριση και τη λειτουργία της
Υπερώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- parent company στην αγγλική Βικιπαίδεια
- holding company
- daughter company
- sister company
- subsidiary
Πηγές
επεξεργασία- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 339. ISBN 9780194325684., λήμμα: εταιρεία