ενικός         πληθυντικός  
limited partnership limited partnerships

  Ετυμολογία

επεξεργασία
limited partnership < → δείτε τις λέξεις limited και partnership

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

limited partnership (en)

Υπερώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 339. ISBN 9780194325684. , λήμμα: εταιρεία