limited partnership
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
limited partnership | limited partnerships |
Ετυμολογία
επεξεργασία- limited partnership < → δείτε τις λέξεις limited και partnership
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαlimited partnership (en)
Υπερώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- limited partnership στην αγγλική Βικιπαίδεια
Πηγές
επεξεργασία- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 339. ISBN 9780194325684., λήμμα: εταιρεία