↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιχειρησιακός η επιχειρησιακή το επιχειρησιακό
      γενική του επιχειρησιακού της επιχειρησιακής του επιχειρησιακού
    αιτιατική τον επιχειρησιακό την επιχειρησιακή το επιχειρησιακό
     κλητική επιχειρησιακέ επιχειρησιακή επιχειρησιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιχειρησιακοί οι επιχειρησιακές τα επιχειρησιακά
      γενική των επιχειρησιακών των επιχειρησιακών των επιχειρησιακών
    αιτιατική τους επιχειρησιακούς τις επιχειρησιακές τα επιχειρησιακά
     κλητική επιχειρησιακοί επιχειρησιακές επιχειρησιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
επιχειρησιακός < επιχείρηση + -ιακός

  Επίθετο

επεξεργασία

επιχειρησιακός, -ή, -ό

  1. σχετικός με τις εμπορικές επιχειρήσεις, τη δράση και οργάνωσή τους
    σεμινάριο για τον επιχειρησιακό σχεδιασμό και την ανάπτυξη
  2. σχετικός με τις στρατιωτικές επιχειρήσεις
    αυτή τη στιγμή είναι σε επιχειρησιακή ετοιμότητα όλα τα υποβρύχια

  Μεταφράσεις

επεξεργασία