επιχειρησιακός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επιχειρησιακός < επιχείρηση + -ιακός
Επίθετο
επεξεργασίαεπιχειρησιακός, -ή, -ό
- σχετικός με τις εμπορικές επιχειρήσεις, τη δράση και οργάνωσή τους
- σεμινάριο για τον επιχειρησιακό σχεδιασμό και την ανάπτυξη
- σχετικός με τις στρατιωτικές επιχειρήσεις
- αυτή τη στιγμή είναι σε επιχειρησιακή ετοιμότητα όλα τα υποβρύχια
Μεταφράσεις
επεξεργασία επιχειρησιακός