Αγγλικά (en) επεξεργασία

παραθετικά
θετικός operational
συγκριτικός more operational
υπερθετικός most operational

  Ετυμολογία επεξεργασία

operational < operation + -al

  Επίθετο επεξεργασία

operational (en)

  1. επιχειρησιακός, λειτουργικός, που σχετίζεται με τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί μια επιχείρηση, μηχανή, σύστημα κτλ
    operational readiness - επιχειρησιακή ετοιμότητα
    operational architecture - λειτουργική αρχιτεκτονική
    operational costs - κόστος/δαπάνες λειτουργίας
  2. έτοιμος να λειτουργήσει

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία