Δείτε επίσης: Operation, opération

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
operation operations

operation (en)

  1. (ιατρική) η εγχείρηση, η χειρουργική επέμβαση
      They did an operation on him for appendicitis.
    Του έκαναν εγχείρηση σκωληκοειδίτιδας.
      He had an operation on his shoulder last year.
    Αυτός έκανε μια εγχείρηση στον ώμο πέρυσι.
      An operation was done to remove a tumor from the patient’s brain.
    Έγινε επέμβαση για αφαίρεση όγκου από τον εγκέφαλο του ασθενή.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη surgery
  2. (μη μετρήσιμο) η λειτουργία, η πράξη του λειτουργώ
      while the machine is in operation - όταν η μηχανή είναι σε λειτουργία
      The power outage stopped the operation of the factory’s machines.
    Η διακοπή του ρεύματος σταμάτησε τη λειτουργία των μηχανών του εργοστασίου.
  3. η εμπορική επιχείρηση
      a profitable operation - μια κερδοφόρα επιχείρηση
      building/banking operations - οικοδομικές/τραπεζικές επιχειρήσεις
     συνώνυμα: business
  4. (συνήθως πληθυντικός) η στρατιωτική επιχείρηση
      naval/air operations - ναυτικές/αεροπορικές επιχειρήσεις
      landing/combined operations - αποβατικές/συνδυασμένες επιχειρήσεις
  5. διαδικασία-μεθοδολογία-φορμαλισμός-μηχανισμός υλοποίησης, η τεχνική κάποιας εφαρμογής, η τεχνική που ακολουθώ για κάτι
  6. (λογική, μαθηματικά, θεωρία συνόλων) η πράξη
      Addition is a simple operation.
    Η πρόθεση είναι μια απλή πράξη.
    δείτε επίσης: Operation (mathematics) στην αγγλική Βικιπαίδεια

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • (μαθηματικά): function
  • (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός): method

Συγγενικά

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία