Δείτε επίσης: Operation, opération

  Ετυμολογία

επεξεργασία
operation < μέση γαλλική operation < παλαιά γαλλική operacion < λατινική operatio

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˌɑpəˈɹeɪʃən/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
operation operations

operation (en)

  1. (ιατρική) η εγχείρηση, η χειρουργική επέμβαση
    ⮡  They did an operation on him for appendicitis.
    Του έκαναν εγχείρηση σκωληκοειδίτιδας.
    ⮡  He had an operation on his shoulder last year.
    Αυτός έκανε μια εγχείρηση στον ώμο πέρυσι.
    ⮡  An operation was done to remove a tumor from the patient’s brain.
    Έγινε επέμβαση για αφαίρεση όγκου από τον εγκέφαλο του ασθενή.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη surgery
  2. (μη μετρήσιμο) η λειτουργία, η πράξη του λειτουργώ
    ⮡  while the machine is in operation - όταν η μηχανή είναι σε λειτουργία
    ⮡  The power outage stopped the operation of the factory’s machines.
    Η διακοπή του ρεύματος σταμάτησε τη λειτουργία των μηχανών του εργοστασίου.
  3. η εμπορική επιχείρηση
    ⮡  a profitable operation - μια κερδοφόρα επιχείρηση
    ⮡  building/banking operations - οικοδομικές/τραπεζικές επιχειρήσεις
     συνώνυμα: business
  4. (συνήθως πληθυντικός) η στρατιωτική επιχείρηση
    ⮡  naval/air operations - ναυτικές/αεροπορικές επιχειρήσεις
    ⮡  landing/combined operations - αποβατικές/συνδυασμένες επιχειρήσεις
  5. διαδικασία-μεθοδολογία-φορμαλισμός-μηχανισμός υλοποίησης, η τεχνική κάποιας εφαρμογής, η τεχνική που ακολουθώ για κάτι
  6. (λογική, μαθηματικά, θεωρία συνόλων) η πράξη
    ⮡  Addition is a simple operation.
    Η πρόθεση είναι μια απλή πράξη.
    δείτε επίσης: Operation (mathematics) στην αγγλική Βικιπαίδεια

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • (μαθηματικά): function
  • (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός): method

Συγγενικά

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία