Δείτε επίσης: Operation, opération

Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

operation < μέση γαλλική operation < παλαιά γαλλική operacion < λατινική operatio

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˌɑpəˈɹeɪʃən/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
operation operations

operation (en)

  1. (ιατρική) η χειρουργική επέμβαση, η εγχείρηση
    They did an operation on him for appendicitis.
    Του έκαναν εγχείρηση σκωληκοειδίτιδας.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη surgery
  2. η λειτουργία η πράξη του λειτουργώ
    while the machine is in operation - όταν η μηχανή είναι σε λειτουργία
  3. στρατιωτική επιχείρηση
  4. διαδικασία-μεθοδολογία-φορμαλισμός-μηχανισμός υλοποίησης, η τεχνική κάποιας εφαρμογής, η τεχνική που ακολουθώ για κάτι
  5. (λογική, μαθηματικά, θεωρία συνόλων) πράξη
    δείτε επίσης: Operation (mathematics) στην αγγλική Βικιπαίδεια

Συνώνυμα επεξεργασία

  • (μαθηματικά): function
  • (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός): method

Συγγενικές λέξεις επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • operation στην αγγλική Βικιπαίδεια  

  Πηγές επεξεργασία

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 259, 497. ISBN 9780194325684. , λήμμα: εγχείρηση, λειτουργία