operation
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- operation < μέση γαλλική operation < παλαιά γαλλική operacion < λατινική operatio
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˌɑpəˈɹeɪʃən/
- ⓘ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
operation | operations |
operation (en)
- (ιατρική) η εγχείρηση, η χειρουργική επέμβαση
- ⮡ They did an operation on him for appendicitis.
- Του έκαναν εγχείρηση σκωληκοειδίτιδας.
- ⮡ He had an operation on his shoulder last year.
- Αυτός έκανε μια εγχείρηση στον ώμο πέρυσι.
- ⮡ An operation was done to remove a tumor from the patient’s brain.
- Έγινε επέμβαση για αφαίρεση όγκου από τον εγκέφαλο του ασθενή.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη surgery
- ⮡ They did an operation on him for appendicitis.
- (μη μετρήσιμο) η λειτουργία, η πράξη του λειτουργώ
- ⮡ while the machine is in operation - όταν η μηχανή είναι σε λειτουργία
- ⮡ The power outage stopped the operation of the factory’s machines.
- Η διακοπή του ρεύματος σταμάτησε τη λειτουργία των μηχανών του εργοστασίου.
- η εμπορική επιχείρηση
- (συνήθως πληθυντικός) η στρατιωτική επιχείρηση
- ⮡ naval/air operations - ναυτικές/αεροπορικές επιχειρήσεις
- ⮡ landing/combined operations - αποβατικές/συνδυασμένες επιχειρήσεις
- διαδικασία-μεθοδολογία-φορμαλισμός-μηχανισμός υλοποίησης, η τεχνική κάποιας εφαρμογής, η τεχνική που ακολουθώ για κάτι
- (λογική, μαθηματικά, θεωρία συνόλων) η πράξη
- ⮡ Addition is a simple operation.
- Η πρόθεση είναι μια απλή πράξη.
- δείτε επίσης: Operation (mathematics) στην αγγλική Βικιπαίδεια
- ⮡ Addition is a simple operation.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- operation - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 259, 497. ISBN 9780194325684., λήμμα: εγχείρηση, λειτουργία