ενικός         πληθυντικός  
surgery surgeries

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

surgery (en)

  1. (μη μετρήσιμο, ιατρική) η χειρουργική επέμβαση/εγχείρηση, (σημείωση: είναι μετρήσιμο στα αμερικανικά αγγλικά)
    ⮡  They did surgery on him for appendicitis.
    Του έκαναν εγχείρηση σκωληκοειδίτιδας.
    ⮡  How long does the surgery take?
    Πόση ώρα κρατάει η εγχείρηση;
     συνώνυμα: operation, surgical procedure
  2. (μη μετρήσιμο, ιατρική) η χειρουργική, οι εγχειρήσεις, ο κλάδος της ιατρικής που ειδικεύεται στη θεραπεία του ασθενούς με τη χρήση χειρουργικών μεθόδων-επεμβάσεων
    ⮡  general/children's/plastic/aesthetic surgery - γενική/παιδική/πλαστική/αισθητική χειρουργική
    ⮡  He’s specialized in plastic surgery.
    Είναι ειδικευμένος σε πλαστικές εγχειρήσεις.
  3. (μετρήσιμο) το χειρουργείο, η αίθουσα όπου γίνονται οι χειρουργικές επεμβάσεις
     συνώνυμα: operating room
  4. (μετρήσιμο, μεταφορικά, βρετανικά αγγλικά) ιβέντ προσωπικής επαφής πολιτικού με το κοινό (της περιφέρειάς τους) συχνά με αμοιβαίες συζητήσεις ή απαντήσεις σε ερωτήματα

Συγγενικά

επεξεργασία