surgery
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
surgery | surgeries |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαsurgery (en)
- (μη μετρήσιμο, ιατρική) η χειρουργική επέμβαση/εγχείρηση, (σημείωση: είναι μετρήσιμο στα αμερικανικά αγγλικά)
- ⮡ They did surgery on him for appendicitis.
- Του έκαναν εγχείρηση σκωληκοειδίτιδας.
- ⮡ How long does the surgery take?
- Πόση ώρα κρατάει η εγχείρηση;
- ≈ συνώνυμα: operation, surgical procedure
- ⮡ They did surgery on him for appendicitis.
- (μη μετρήσιμο, ιατρική) η χειρουργική, οι εγχειρήσεις, ο κλάδος της ιατρικής που ειδικεύεται στη θεραπεία του ασθενούς με τη χρήση χειρουργικών μεθόδων-επεμβάσεων
- ⮡ general/children's/plastic/aesthetic surgery - γενική/παιδική/πλαστική/αισθητική χειρουργική
- ⮡ He’s specialized in plastic surgery.
- Είναι ειδικευμένος σε πλαστικές εγχειρήσεις.
- (μετρήσιμο) το χειρουργείο, η αίθουσα όπου γίνονται οι χειρουργικές επεμβάσεις
- (μετρήσιμο, μεταφορικά, βρετανικά αγγλικά) ιβέντ προσωπικής επαφής πολιτικού με το κοινό (της περιφέρειάς τους) συχνά με αμοιβαίες συζητήσεις ή απαντήσεις σε ερωτήματα
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- surgery - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. εγχείρηση. ISBN 9780194325684., λήμμα: 259