surgically
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαsurgically (en) (χωρίς παραθετικά)
- χειρουργικά
- ⮡ The tumor was removed surgically.
- Ο όγκος αφαιρέθηκε χειρουργικά.
- ⮡ The tumor was removed surgically.
surgically (en) (χωρίς παραθετικά)