surgical
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | surgical |
συγκριτικός | more surgical |
υπερθετικός | most surgical |
Επίθετο
επεξεργασίαsurgical (en)
- χειρουργικός, που έχει σχέση με τη χειρουργική ή με το χειρούργο
- ↪ surgical instruments - χειρουργικά εργαλεία
Σύνθετα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 968. ISBN 9780194325684., λήμμα: χειρουργικός