Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εγχείρηση οι εγχειρήσεις
      γενική της εγχείρησης* των εγχειρήσεων
    αιτιατική την εγχείρηση τις εγχειρήσεις
     κλητική εγχείρηση εγχειρήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εγχειρήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

εγχείρηση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐγχείρη(σις) + -ση < ἐγχειρέω / ἐγχειρῶ < ἐν + χείρ.[1] Συγκρίνετε με το εγχείριση.

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /eŋˈçi.ɾi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εγ‐χεί‐ρη‐ση
 
φωτογραφία από εγχείρηση (1942)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

εγχείρηση θηλυκό

  • (ιατρική) χειρουργική επέμβαση, ιατρική πράξη με ειδικά όργανα, που περιλαμβάνει συνήθως τομή στο σώμα του ασθενούς, ώστε να γίνει δυνατή η επέμβαση σε εσωτερικά όργανα
    ※  Πάμε για εγχείρηση στομάχου στον Ευαγγελισμό. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])

Άλλες μορφέςΕπεξεργασία

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη χέρι

ΕκφράσειςΕπεξεργασία

  • η εγχείρηση επέτυχε, ο ασθενής απεβίωσε: ενώ έγιναν οι σωστές ενέργειες, ο αποτέλεσμα ήταν αποτυχημένο

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  ΑναφορέςΕπεξεργασία