Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εγχειρητικός η εγχειρητική το εγχειρητικό
      γενική του εγχειρητικού της εγχειρητικής του εγχειρητικού
    αιτιατική τον εγχειρητικό την εγχειρητική το εγχειρητικό
     κλητική εγχειρητικέ εγχειρητική εγχειρητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εγχειρητικοί οι εγχειρητικές τα εγχειρητικά
      γενική των εγχειρητικών των εγχειρητικών των εγχειρητικών
    αιτιατική τους εγχειρητικούς τις εγχειρητικές τα εγχειρητικά
     κλητική εγχειρητικοί εγχειρητικές εγχειρητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εγχειρητικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

εγχειρητικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία