Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐγχειρέω < ἐν + χείρ

  Ρήμα επεξεργασία

ἐγχειρέω και συνηρημένο ἐγχειρῶ