Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εγχειρήσιμος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Αντώνυμα
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εγχειρήσιμ
ος
η
εγχειρήσιμ
η
το
εγχειρήσιμ
ο
γενική
του
εγχειρήσιμ
ου
της
εγχειρήσιμ
ης
του
εγχειρήσιμ
ου
αιτιατική
τον
εγχειρήσιμ
ο
την
εγχειρήσιμ
η
το
εγχειρήσιμ
ο
κλητική
εγχειρήσιμ
ε
εγχειρήσιμ
η
εγχειρήσιμ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εγχειρήσιμ
οι
οι
εγχειρήσιμ
ες
τα
εγχειρήσιμ
α
γενική
των
εγχειρήσιμ
ων
των
εγχειρήσιμ
ων
των
εγχειρήσιμ
ων
αιτιατική
τους
εγχειρήσιμ
ους
τις
εγχειρήσιμ
ες
τα
εγχειρήσιμ
α
κλητική
εγχειρήσιμ
οι
εγχειρήσιμ
ες
εγχειρήσιμ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εγχειρήσιμος
<
χειρουργώ
+
-ιμος
Επίθετο
επεξεργασία
εγχειρήσιμος
που είναι δυνατόν να
χειρουργηθεί
Συνώνυμα
επεξεργασία
χειρουργήσιμος
Αντώνυμα
επεξεργασία
ανεγχείρητος
ανεγχείριστος
αχειρούργητος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εγχειρήσιμος
→
δείτε
τη λέξη
χειρουργήσιμος