Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανεγχείριστος η ανεγχείριστη το ανεγχείριστο
      γενική του ανεγχείριστου της ανεγχείριστης του ανεγχείριστου
    αιτιατική τον ανεγχείριστο την ανεγχείριστη το ανεγχείριστο
     κλητική ανεγχείριστε ανεγχείριστη ανεγχείριστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανεγχείριστοι οι ανεγχείριστες τα ανεγχείριστα
      γενική των ανεγχείριστων των ανεγχείριστων των ανεγχείριστων
    αιτιατική τους ανεγχείριστους τις ανεγχείριστες τα ανεγχείριστα
     κλητική ανεγχείριστοι ανεγχείριστες ανεγχείριστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανεγχείριστος < αν- + εγχειρίζω + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

ανεγχείριστος, -η, -ο

  1. που δεν έχει εγχειριστεί
     αντώνυμα: εγχειρημένος
  2. που δεν μπορεί να εγχειριστεί
     αντώνυμα: εγχειρήσιμος

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία