αχειρούργητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίααχειρούργητος
- που δεν έχει χειρουργηθεί
- που δεν μπορεί να χειρουργηθεί
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αχειρούργητος
Δείτε επίσης : ἀχειρούργητος |
αχειρούργητος