Δείτε επίσης: ἀχειρούργητος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αχειρούργητος η αχειρούργητη το αχειρούργητο
      γενική του αχειρούργητου της αχειρούργητης του αχειρούργητου
    αιτιατική τον αχειρούργητο την αχειρούργητη το αχειρούργητο
     κλητική αχειρούργητε αχειρούργητη αχειρούργητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αχειρούργητοι οι αχειρούργητες τα αχειρούργητα
      γενική των αχειρούργητων των αχειρούργητων των αχειρούργητων
    αιτιατική τους αχειρούργητους τις αχειρούργητες τα αχειρούργητα
     κλητική αχειρούργητοι αχειρούργητες αχειρούργητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αχειρούργητος < α- + χειρουργώ + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

αχειρούργητος

  1. που δεν έχει χειρουργηθεί
     αντώνυμα: εγχειρημένος, χειρουργημένος
  2. που δεν μπορεί να χειρουργηθεί
     αντώνυμα: εγχειρήσιμος, χειρουργήσιμος

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία