ενικός         πληθυντικός  
operating room operating rooms

  Ετυμολογία

επεξεργασία
operating room < → δείτε τις λέξεις operating και room

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

operating room (en)

  • το χειρουργείο, η αίθουσα όπου γίνονται οι χειρουργικές επεμβάσεις
    Entry to the operating room is prohibited.
    Η είσοδος στο χειρουργείο απαγορεύεται.
     συνώνυμα: surgery

Δείτε επίσης

επεξεργασία