operating room
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
operating room | operating rooms |
Ετυμολογία επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
operating room (en)
- το χειρουργείο, η αίθουσα όπου γίνονται οι χειρουργικές επεμβάσεις
Δείτε επίσης επεξεργασία
- operating room στην αγγλική Βικιπαίδεια