operating
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαoperating (en)
- λειτουργικός
- (λογιστική) λειτουργικός (για λογιστικά γεγονότα)
- ↪ other operating income/expenses - λοιπά λειτουργικά έσοδα/έξοδα
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαoperating (en)
operating (en)
operating (en)