Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

operating (en)

  1. λειτουργικός
  2. (λογιστική) λειτουργικός (για λογιστικά γεγονότα)
    other operating income/expenses - λοιπά λειτουργικά έσοδα/έξοδα

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

operating (en)