operator
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- operator < (άμεσο δάνειο) λατινική operator
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈɒpəˌɹeɪtə/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : o‐pe‐ra‐tor
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
operator | operators |
operator (en)
- χειριστής
- τηλεφωνικό κέντρο
- (συνεκδοχικά) υπάλληλος (τηλεφωνητής ή τηλεφωνήτρια) του παραπάνω κέντρου
- (μαθηματικά) τελεστής
- δείτε επίσης: operator (mathematics) στην αγγλική Βικιπαίδεια
- (προγραμματισμός) τελεστής
- δείτε επίσης: operator (computer programming) στην αγγλική Βικιπαίδεια
Επεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- operator στην αγγλική Βικιπαίδεια