Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

προφυλάγω < αρχαία ελληνική προφυλάσσω

  Ρήμα επεξεργασία

προφυλάγω

  Μεταφράσεις επεξεργασία