• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

προφυλάσσω

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ρήμα
      • 1.2.1 Άλλες μορφές
      • 1.2.2 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

προφυλάσσω < αρχαία ελληνική προφυλάσσω

  ΡήμαΕπεξεργασία

προφυλάσσω

  1. (λόγιο) φυλάσσω ή προστατεύω κάποιον από κινδύνους, κακοτοπιές, δυσάρεστα ή ανεπιθύμητα κ.λπ.
  2. προστατεύω κάτι καλύπτοντάς το

Άλλες μορφέςΕπεξεργασία

  • προφυλάω
  • προφυλάγω

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • απροφύλακτα / απροφύλαχτα
  • απροφύλακτος / απροφύλαχτος
  • προφύλαγμα
  • προφυλακτήρας / προφυλαχτήρας
  • προφυλακτικά / προφυλαχτικά
  • προφυλακτικός / προφυλαχτικός
  • → δείτε τις λέξεις προ, φυλάσσω και φυλάγω

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    προφυλάσσω
  • αγγλικά : protect (en)
  • γαλλικά : protéger (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=προφυλάσσω&oldid=5509287"
Τελευταία επεξεργασία στις 3 Φεβρουαρίου 2022, στις 04:24
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 3 Φεβρουαρίου 2022, στις 04:24.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie