παραφυλάγω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παραφυλάγω < αρχαία ελληνική παραφυλάσσω < παρά + φυλάσσω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pa.ɾa.fiˈla.ɣo/
Ρήμα επεξεργασία
παραφυλάγω
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- παραφύλαγμα
- → δείτε τις λέξεις παρά και φυλάγω
Μεταφράσεις επεξεργασία
παραφυλάγω
|