φυλάγω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φυλάγω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φυλάγω < αρχαία ελληνική φυλάσσω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fiˈla.ɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φυ‐λά‐γω
Ρήμα
επεξεργασίαφυλάγω, αόρ.: φύλαξα, παθ.φωνή: φυλάγομαι, π.αόρ.: φυλάχτηκα, μτχ.π.π.: φυλαγμένος
- (λογοτεχνικό ή παλιότερο) άλλη μορφή του φυλάω με πολλούς κοινούς ρηματικούς τύπους
- ※ ⌘ Κωνσταντίνος Καβάφης, 1863‑1933, Θερμοπύλες, @greek-language.gr
- Τιμή σ’ εκείνους όπου στην ζωή των
όρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες
- Τιμή σ’ εκείνους όπου στην ζωή των
- ※ ⌘ Γιώργος Σεφέρης, Γιώργος Σεφεριάδης 1900‑1971, Τρία κρυφά ποιήματα, Επί σκηνής, ΣΤ, στίχ. 5-9 @greek-language.gr
- Όπως τα πεύκα
κρατούνε τη μορφή του αγέρα
ενώ ο αγέρας έφυγε, δεν είναι εκεί
το ίδιο τα λόγια
φυλάγουν τη μορφή του ανθρώπου
- Όπως τα πεύκα
- ※ ⌘ Μανόλης Τριανταφυλλίδης Γραμματική στα Άπαντα, τόμος 7, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 1965 απόσπασμα
- Ἡ ὑπογεγραμμένη καταργήθηκε ἀπὸ τὸ τέλος τῶν λέξεων (τουλάχιστο στὰ ρήματα) γιατὶ οἱ δοτικὲς τῶν ὀνομάτων τὴ φυλάγουν), φυλάγεται ὅμως, ὅσο δὲν πρόκειται γιὰ νέες λέξεις, στὴν ἀρχή τους καὶ στὴ μέση
- ※ ⌘ Κωνσταντίνος Καβάφης, 1863‑1933, Θερμοπύλες, @greek-language.gr
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη φυλάω
Κλίση
επεξεργασίαΚοινοί τύποι με θέμα φυλαγ-, φυλαξ-, φυλαχτ- στο φυλάω
Μεταφράσεις
επεξεργασία φυλάγω
→ δείτε τη λέξη φυλάω |
Πηγές
επεξεργασία- φυλάω, φυλάγω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας