φυλαγμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φυλαγμένος < μετοχή παρακειμένου του ρήματος φυλάγομαι < φυλάγω < μεσαιωνικό φυλάγω < αρχαία ελληνική φυλάττω και φυλάσσω
Μετοχή
επεξεργασίαφυλαγμένος, η, ο
- που αποθηκεύεται
- Ψάχνω το κοκκινο πουλόβερ αλλά δεν θυμάμαι που το έχω φυλαγμένο
- που κάπου φυλάσσεται καλά
- Το είχαν επτασφράγιστο, καλά φυλαγμένο μυστικό
- που είναι προφυλαγμένος, παίρνει προληπτικά μέτρα, προσέχει για ένα ενδεχόμενο κακό
- Δεν είσαι καλά φυλαγμένος και θα μου κρυώσεις, βάλε ένα κασκόλ.