φυλαγμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Μετοχή
επεξεργασία
φυλαγμένος, η, ο
- που αποθηκεύεται
- Ψάχνω το κοκκινο πουλόβερ αλλά δεν θυμάμαι που το έχω φυλαγμένο
- που κάπου φυλάσσεται καλά
- Το είχαν επτασφράγιστο, καλά φυλαγμένο μυστικό
- που είναι προφυλαγμένος, παίρνει προληπτικά μέτρα, προσέχει για ένα ενδεχόμενο κακό
- Δεν είσαι καλά φυλαγμένος και θα μου κρυώσεις, βάλε ένα κασκόλ.