↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φυλαγμένος η φυλαγμένη το φυλαγμένο
      γενική του φυλαγμένου της φυλαγμένης του φυλαγμένου
    αιτιατική τον φυλαγμένο τη φυλαγμένη το φυλαγμένο
     κλητική φυλαγμένε φυλαγμένη φυλαγμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φυλαγμένοι οι φυλαγμένες τα φυλαγμένα
      γενική των φυλαγμένων των φυλαγμένων των φυλαγμένων
    αιτιατική τους φυλαγμένους τις φυλαγμένες τα φυλαγμένα
     κλητική φυλαγμένοι φυλαγμένες φυλαγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φυλαγμένος < μετοχή παρακειμένου του ρήματος φυλάγομαι < φυλάγω < μεσαιωνικό φυλάγω < αρχαία ελληνική φυλάττω και φυλάσσω

φυλαγμένος, η, ο

  1. που αποθηκεύεται
    Ψάχνω το κοκκινο πουλόβερ αλλά δεν θυμάμαι που το έχω φυλαγμένο
  2. που κάπου φυλάσσεται καλά
    Το είχαν επτασφράγιστο, καλά φυλαγμένο μυστικό
  3. που είναι προφυλαγμένος, παίρνει προληπτικά μέτρα, προσέχει για ένα ενδεχόμενο κακό
    Δεν είσαι καλά φυλαγμένος και θα μου κρυώσεις, βάλε ένα κασκόλ.

Συγγενικά

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία