Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φυλασσόμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
φυλασσόμεν
ος
η
φυλασσόμεν
η
το
φυλασσόμεν
ο
γενική
του
φυλασσόμεν
ου
της
φυλασσόμεν
ης
του
φυλασσόμεν
ου
αιτιατική
τον
φυλασσόμεν
ο
τη
φυλασσόμεν
η
το
φυλασσόμεν
ο
κλητική
φυλασσόμεν
ε
φυλασσόμεν
η
φυλασσόμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
φυλασσόμεν
οι
οι
φυλασσόμεν
ες
τα
φυλασσόμεν
α
γενική
των
φυλασσόμεν
ων
των
φυλασσόμεν
ων
των
φυλασσόμεν
ων
αιτιατική
τους
φυλασσόμεν
ους
τις
φυλασσόμεν
ες
τα
φυλασσόμεν
α
κλητική
φυλασσόμεν
οι
φυλασσόμεν
ες
φυλασσόμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
φυλασσόμενος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
ενεστώτα
του ρήματος
φυλάσσω
⮡
τα
φυλασσόμενα
είδη
⮡
ο
φυλασσόμενος
χώρος
⮡
η
φυλασσόμενη
διάβαση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φυλασσόμενος
αγγλικά
:
protected
(en)
γαλλικά
:
gardé
(fr)
,
protégé
(fr)