φυλάσσομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fiˈla.so.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φυ‐λάσ‐σο?μαι
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαφυλάσσομαι
- παθητική φωνή του ρήματος φυλάσσω
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη φυλάσσω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαφυλάσσομαι
- μεσοπαθητική φωνή του ρήματος φυλάσσω
- άλλες μορφές: φυλάττομαι