Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διαφυλαγμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
διαφυλαγμέν
ος
η
διαφυλαγμέν
η
το
διαφυλαγμέν
ο
γενική
του
διαφυλαγμέν
ου
της
διαφυλαγμέν
ης
του
διαφυλαγμέν
ου
αιτιατική
τον
διαφυλαγμέν
ο
τη
διαφυλαγμέν
η
το
διαφυλαγμέν
ο
κλητική
διαφυλαγμέν
ε
διαφυλαγμέν
η
διαφυλαγμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
διαφυλαγμέν
οι
οι
διαφυλαγμέν
ες
τα
διαφυλαγμέν
α
γενική
των
διαφυλαγμέν
ων
των
διαφυλαγμέν
ων
των
διαφυλαγμέν
ων
αιτιατική
τους
διαφυλαγμέν
ους
τις
διαφυλαγμέν
ες
τα
διαφυλαγμέν
α
κλητική
διαφυλαγμέν
οι
διαφυλαγμέν
ες
διαφυλαγμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
διαφυλαγμένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
διαφυλάγω
και
διαφυλάσσω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διαφυλαγμένος