Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διαφυλάγω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
διαφυλάγω
<
αρχαία ελληνική
διαφυλάσσω
/
διαφυλάττω
Ρήμα
επεξεργασία
διαφυλάγω
άλλη μορφή
του
διαφυλάσσω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διαφυλάγω
αγγλικά
:
preserve
(en)
γαλλικά
:
préserver
(fr)