επτασφράγιστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επτασφράγιστος < από τη φράση της Aποκάλυψης του Ιωάννη (κεφ. 5): "κατεσφραγισμένον σφραγῖσιν ἑπτά"
Επίθετο επεξεργασία
επτασφράγιστος, -η, -ο
- που είναι πάρα πολύ καλά φυλαγμένος
- ↪ Η νεαρή κοπέλα δεν αποκάλυψε ποτέ στους γονείς της την άμβλωση που είχε κάνει. Ήταν για αυτήν ένα επτασφράγιστο μυστικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
επτασφράγιστος
|