προφυλάγομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προφυλάγομαι < παθητική φωνή
Ρήμα
επεξεργασίαπροφυλάγομαι
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προφυλάγομαι | προφυλαγόμουν(α) | θα προφυλάγομαι | να προφυλάγομαι | ||
β' ενικ. | προφυλάγεσαι | προφυλαγόσουν(α) | θα προφυλάγεσαι | να προφυλάγεσαι | (προφυλάγου) | |
γ' ενικ. | προφυλάγεται | προφυλαγόταν(ε) | θα προφυλάγεται | να προφυλάγεται | ||
α' πληθ. | προφυλαγόμαστε | προφυλαγόμαστε προφυλαγόμασταν |
θα προφυλαγόμαστε | να προφυλαγόμαστε | ||
β' πληθ. | προφυλάγεστε | προφυλαγόσαστε προφυλαγόσασταν |
θα προφυλάγεστε | να προφυλάγεστε | (προφυλάγεστε) | |
γ' πληθ. | προφυλάγονται | προφυλάγονταν προφυλαγόντουσαν |
θα προφυλάγονται | να προφυλάγονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προφυλάχτηκα | θα προφυλαχτώ | να προφυλαχτώ | προφυλαχτεί | ||
β' ενικ. | προφυλάχτηκες | θα προφυλαχτείς | να προφυλαχτείς | προφυλάξου | ||
γ' ενικ. | προφυλάχτηκε | θα προφυλαχτεί | να προφυλαχτεί | |||
α' πληθ. | προφυλαχτήκαμε | θα προφυλαχτούμε | να προφυλαχτούμε | |||
β' πληθ. | προφυλαχτήκατε | θα προφυλαχτείτε | να προφυλαχτείτε | προφυλαχτείτε | ||
γ' πληθ. | προφυλάχτηκαν προφυλαχτήκαν(ε) |
θα προφυλαχτούν(ε) | να προφυλαχτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω προφυλαχτεί | είχα προφυλαχτεί | θα έχω προφυλαχτεί | να έχω προφυλαχτεί | προφυλαγμένος | |
β' ενικ. | έχεις προφυλαχτεί | είχες προφυλαχτεί | θα έχεις προφυλαχτεί | να έχεις προφυλαχτεί | ||
γ' ενικ. | έχει προφυλαχτεί | είχε προφυλαχτεί | θα έχει προφυλαχτεί | να έχει προφυλαχτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε προφυλαχτεί | είχαμε προφυλαχτεί | θα έχουμε προφυλαχτεί | να έχουμε προφυλαχτεί | ||
β' πληθ. | έχετε προφυλαχτεί | είχατε προφυλαχτεί | θα έχετε προφυλαχτεί | να έχετε προφυλαχτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν προφυλαχτεί | είχαν προφυλαχτεί | θα έχουν προφυλαχτεί | να έχουν προφυλαχτεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία προφυλάγομαι
|
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαπροφυλάγομαι
- παθητική φωνή του ρήματος προφυλάγω